γεωμέτρῃ

γεωμέτρῃ
γεωμέτρης
land-measurer
masc dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γεωμετρῇ — γεωμετρέω measure pres subj mp 2nd sg γεωμετρέω measure pres ind mp 2nd sg γεωμετρέω measure pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμέτρη — γεωμέτρης land measurer masc voc sg (epic ionic) γεωμετρέω measure pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) γεωμετρέω measure imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμέτρης — (geometra). Κοινή ονομασία γένους λεπιδοπτέρων της οικογένειας των γεωμετριδών. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι οι κάμπιες τους –που στερούνται των τριών πρώτων ζευγών κοιλιακών ποδών και διατηρούν μόνο τα δύο τελευταία ζεύγη του έκτου… …   Dictionary of Greek

  • δεκάμετρος — η, ο (Α δεκάμετρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει μήκος δέκα μέτρων («δεκάμετρη ταινία» μετρικό όργανο τού γεωμέτρη) 2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάμετρο μονάδα μήκους που περιέχει δέκα μέτρα αρχ. έμμετρο απόσπασμα που αποτελείται από δέκα μετρικές… …   Dictionary of Greek

  • ευκλείδειος — ο, θηλ. και ευκλείδεια [Ευκλείδης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεγάλο γεωμέτρη τής αρχαίας Ελλάδας Ευκλείδη («ευκλείδεια γεωμετρία» η γεωμετρία που καταρτίστηκε σύμφωνα με το σύστημα το οποίο καθιερώθηκε από τον Ευκλείδη) 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Αρισταίος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κυρήνης· ιδιαίτερα τον τιμούσαν οι αγροτικοί πληθυσμοί της Αρκαδίας, επειδή πίστευαν ότι είχε διδάξει στους ανθρώπους την τυροκομία, τη μελισσοκομία, ορισμένους τρόπους κυνηγιού και την… …   Dictionary of Greek

  • Εύδοξος ο Κνίδιος — (Κνίδος 408 – 355 π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, μετεωρολόγος, γεωγράφος, γιατρός και φιλόσοφος. Η φήμη του ήταν πολύ μεγάλη και γι’ αυτό ονομάστηκε Ε. ο Ένδοξος. Ίδρυσε την ονομαστή σχολή της Κυζίκου και δίδαξε θετικές επιστήμες στην Ακαδημία… …   Dictionary of Greek

  • Μενέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την ομηρική παράδοση, ήταν ήρωας και βασιλιάς της Σπάρτης. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν γιος του Ατρέα, σύμφωνα όμως με τη μεταομηρική παράδοση ήταν γιος του Πλεισθένη και, κατά συνέπεια, εγγονός του Ατρέα. Είχε… …   Dictionary of Greek

  • Πέργη — Πόλη της Μικράς Ασίας, πρωτεύουσα της Παμφυλίας, στον πλωτό ποταμό Κέστρο. Εκεί κοντά βρισκόταν ο περίφημος ναός της Περγαίας Αρτέμιδας, που προς τιμήν της γίνονταν κάθε χρόνο γιορτές. Υπήρξε πατρίδα του μεγάλου γεωμέτρη Απολλώνιου, που έζησε τον …   Dictionary of Greek

  • Τύανα — Πόλη της Καππαδοκίας, που ιδρύθηκε από τη βασίλισσα Σεμίραμη, τον 22o αι. π.Χ., και έγινε πρωτεύουσα του χιττιτικού βασίλειου της Τυανίτιδας τον 13o αι. Οι Ασσύριοι, που την κατέκτησαν τον 8o αι. π.Χ., τη μετονόμασαν σε Τούχανα. Λεγόταν επίσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”